- ἌΧομαι
ἌΧομαι, trauern, betrübt sein, Hom. zweimal, νῠν δ' ἄχομαι Versanfang Odyss. 18, 256. 19, 129.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἌΧομαι, trauern, betrübt sein, Hom. zweimal, νῠν δ' ἄχομαι Versanfang Odyss. 18, 256. 19, 129.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άχομαι — ἄχομαι (Α) βλ. αχέω (Ι) … Dictionary of Greek
ἄχομαι — ἀχεύω grieving pres ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχέω — (I) ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α) Ι. 1. στενάζω, θρηνώ 2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ II. παθ. 1. λυπάμαι για κάτι 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η… … Dictionary of Greek
ακαχίζω — ἀκαχίζω (Α) 1. θλίβω, πικραίνω (Όμ. π 432) 2. παθ. στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (Όμ. δ 806). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος (σε ίζω) τ. τού ρήματος ἄχομαι*, που έχει προέλθει με αναδιπλασιασμό (πρβλ. τους επίσης αναδιπλασιασμένους τύπους αορίστου και… … Dictionary of Greek
άχθομαι — ἄχθομαι (Α) 1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω 3. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε… … Dictionary of Greek
ακαχύνω — ἀκαχύνω (Α) απαντά στους τύπους ἀκαχῡναι και ἀκαχυνέμεν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ. ενεστώτα αντί ἄχομαι* (ή ἀχέω*) βλ. ἀκαχίζω] … Dictionary of Greek
αχνάζω — ἀχνάζω, (αιολ. τ.) ἀχνάσδημι (Α) είμαι δυστυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάσδημι αποτελεί παραλλαγή του τ. αχνάζω, το οποίο προήλθε από μεταπλασμό, κατά τα σε άζω, του *άχνημι, *άχναμαι. Οι ενεστωτικοί αυτοί τ. ανήκουν στην ομάδα των άχνυμαι, άχομαι … Dictionary of Greek
agh- (*hegh-) — agh (*hegh ) English meaning: to fear Deutsche Übersetzung:’seelisch bedrũckt sein, sich fũrchten” Material: Gk. ἄχος n. “ fear, pain, grief “, ἄχνυμαι, ἄχομαι “ grieving, sorrowing, mourning “ (Aor. ἥκαχε, ἠκαχόμην, perf.… … Proto-Indo-European etymological dictionary