άχος — ἄχος, το (Α) θλίψη, πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αχέω (Ι)] … Dictionary of Greek
ἄχος — pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχός — ο 1. ήχος, βοή 2. υπόκωφος ήχος 3. ήχος φλογέρας ή άλλου οργάνου 4. αναστεναγμός («αναστενάζω, βγαίνει αχός, και μέσα μένει ο πόνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αχώ < ηχώ] … Dictionary of Greek
αχός — ο θόρυβος, βοή: Βαρύς αχός ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν (δημοτ. τραγούδι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄχει — ἄχος pain neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄχεϊ , ἄχος pain neut dat sg (epic ionic) ἄχος pain neut dat sg ἀχέω 2 pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀχεύω grieving pres ind pass 2nd sg ἄ̱χει , ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχη — ἄχος pain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄχος pain neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀχέω 2 pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱χη , ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱χη , ἠχέω sound pres imperat act 2nd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤχος — ἄχος , ἄχος pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦχος — ἄχος , ἄχος pain neut nom/voc/acc sg ὄχος , ὄχος carriage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχέεσι — ἄχος pain neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχέεσσι — ἄχος pain neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχέεσσιν — ἄχος pain neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)