αμή — και αμέ σύνδ. εναντιωματικός 1. αλλά: «Τα πάθη μπλιο δεν κιλαηδεί το πικραμέν αηδόνι, αμή πετά πασίχαρο, μ άλλα πουλιά σιμώνει» (Ερωτόκριτος). 2. ερωτηματικά («αμή;» ή «αμέ;»), σημαίνει βεβαίωση, βέβαια, αναμφίβολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμη — ἄμη, η (Α) 1. σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι, τσάπα 2. κουβάς, σκάφη 3. εργαλείο για την αποκοπή ξερών χόρτων ή θάμνων, γκόσα, κοσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής τεχνικής ορολογίας, που δηλώνει εργαλείο κατάλληλο για μάζεμα, συγκέντρωση, στοίβαγμα,… … Dictionary of Greek
.άμη — ἄμη , ἄμη shovel fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἄ̱μη , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱μη , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱μη , ἀμάω 1 reap corn pres imperat act 2nd sg (doric) ἔμη , ἐμέω vomit… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅμη — ἄμη , ἄμη shovel fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἄ̱μη , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱μη , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱μη , ἀμάω 1 reap corn pres imperat act 2nd sg (doric) ἔμη , ἐμέω vomit… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμῆ — in a certain way indeclform (adverb) ἁμός 2 sṃ indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμη — shovel fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἄ̱μη , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱μη , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱μη , ἀμάω 1 reap corn pres imperat act 2nd sg (doric) ἀμάω 1 reap corn imperf ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμῃ — ἄμη shovel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμή — (I) (σύνδεσμος) βλ. αμέ. (II) ἁμῇ επίρρ. (Α) 1. κατά κάποιον τρόπο 2. φρ. «ἁμῂ γέ πῃ», με έναν οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. Δοτική θηλυκού τής αόριστης αντωνυμίας ἁμός* ΙΙ «κάποιος», με επιρρηματική χρήση] … Dictionary of Greek
ἀμῆ — ἁμοῦ somewhere indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμῇ — ἀ̱μῇ , ἁμός 1 fem dat sg (attic epic ionic) ἀ̱μῇ , ἀμάω 1 reap corn pres subj mp 2nd sg (doric) ἀ̱μῇ , ἀμάω 1 reap corn pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱μῇ , ἀμάω 1 reap corn pres subj act 3rd sg (doric) ἀ̱μῇ , ἀμάω 1 reap corn pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμή — ἀ̱μή , ἁμός 1 fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἡμός fem nom/voc sg (attic epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)