ἌΜμος

ἌΜμος

ἌΜμος, , wie ψάμμος, Sand, obgleich Moeris letztere Form für attisch erklärt, Plat. Phaed. 110 a; Sandplatz zum Reiten, Xen. Mem. 3, 3, 6; Mörtel, Theophr.; Puzzolanerde, Strab. V, 245.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άμμος — άμμος, η και άμμος, ο και άμμο, η 1. το από μικρούς κόκκους χώμα που σκεπάζει κυρίως τις παραλίες και το βυθό της θάλασσας: Ξάπλωσαν στην άμμο κι έκαναν ηλιοθεραπεία. 2. μεγάλο πλήθος: Ρωτάς αν ήταν κόσμος· άμμος! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἅμμος — sand fem nom sg ἄμμος fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… …   Dictionary of Greek

  • ἄμμος — ἁμός 1 masc nom sg (aeolic) ἄμμος fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άσπρη Άμμος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 50 μ., 92 κάτ.) του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καβάλας …   Dictionary of Greek

  • Παχειά Άμμος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (2 τ. χλμ.). Στα τελευταία χρόνια έγιναν σπουδαίες αρχαιολογικές ανασκαφές στην Π.Α. Στη θέση Κεφάλι βρέθηκαν τα ερείπια πρωτομινωικών …   Dictionary of Greek

  • Πλατειά Άμμος — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κυθήρων, της νομαρχίας Πειραιώς …   Dictionary of Greek

  • Ψιλή Άμμος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Σάμου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού Σάμος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαιοκάστρου …   Dictionary of Greek

  • ἅμμον — ἅμμος sand fem acc sg ἄμμος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμμου — ἅμμος sand fem gen sg ἄμμος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμμους — ἅμμος sand fem acc pl ἄμμος fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”