ὅμωρος

ὅμωρος

ὅμωρος, , eine Art Brod, Epicharm. u. Sophron bei Ath. III, 110 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όμωρος — ὅμωρος, ον (Α) φρ. «ὅμωρος ἄρτος» είδος άρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με την λ. ἀμόρα «είδος γλυκίσματος με μέλι» (πρβλ. και τις γλώσσες τού Ησύχ. ὅμουρα και ὁμορίτας)] …   Dictionary of Greek

  • ομορίτας — ὁμορίτας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄρτος ἐκ πυροῡ διηττημένου γεγονώς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ὅμωρος* «είδος άρτου»] …   Dictionary of Greek

  • όμουρα — ὅμουρα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σεμίδαλις ἑφθή, μέλι ἔχουσα καὶ σησάμην». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ὅμωρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”