- ἅβρα
ἅβρα, ἡ, (substantivirtes fem. von ἁβρός), Zofe (delicata der Römer). S. Mein. zu Menand. p. 25; Luc. Merc. cond. 39 τῆς γυναικὸς ἅβραν παρϑένον διέ-φϑειρας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἅβρα, ἡ, (substantivirtes fem. von ἁβρός), Zofe (delicata der Römer). S. Mein. zu Menand. p. 25; Luc. Merc. cond. 39 τῆς γυναικὸς ἅβραν παρϑένον διέ-φϑειρας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἅβρα — ἅβρᾱ , ἅβρα favourite slave fem nom/voc/acc dual ἅβρᾱ , ἅβρα favourite slave fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅβρᾳ — ἅβραι , ἅβρα favourite slave fem nom/voc pl ἅβρᾱͅ , ἅβρα favourite slave fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβρα — Λέξη σημιτική που αναφέρεται κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη, στη μετάφραση των Ο’. Πρόκειται για την έμπιστη θεραπαινίδα ή την ακόλουθο. Συνώνυμό της είναι η λέξη βάγια. * * * ἅβρα και ἄβρα, η (Α) νεαρή δούλα, έμπιστη τής κυρίας της. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ.… … Dictionary of Greek
ἁβρά — ἁβρός graceful neut nom/voc/acc pl ἁβρά̱ , ἁβρός graceful fem nom/voc/acc dual ἁβρά̱ , ἁβρός graceful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἁβρός graceful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁβρᾷ — ἁβρός graceful fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅβρας — ἅβρᾱς , ἅβρα favourite slave fem acc pl ἅβρᾱς , ἅβρα favourite slave fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅβραι — ἅβρα favourite slave fem nom/voc pl ἅβρᾱͅ , ἅβρα favourite slave fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅβραν — ἅβρᾱν , ἅβρα favourite slave fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁβρᾶν — ἅβρα favourite slave fem gen pl (doric aeolic) ἁβρός graceful masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁβράν — ἁβρά̱ν , ἁβρός graceful fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁβράς — ἁβρά̱ς , ἁβρός graceful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)