ὄλονθος

ὄλονθος

ὄλονθος, s. ὄλυνϑος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὄλονθος — edible fruit of the wild fig masc nom sg ὄλυνθος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλονθος — (I) ὅλονθος, ον (Α) γεμάτος ακαθαρσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ὄνθος «κόπρος ζώων»]. (II) ὄλονθος, ὁ, σπαν. και ἡ (Α) 1. ο εδώδιμος καρπός τής άγριας συκιάς 2. άγουρος καλοκαιρινός καρπός τής καλλιεργημένης συκιάς 3. άγονη αρσενική άνθηση τού… …   Dictionary of Greek

  • ὅλονθον — ὅλονθος all over dung masc/fem acc sg ὅλονθος all over dung neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλόνθου — ὄλονθος edible fruit of the wild fig masc gen sg ὄλυνθος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλόνθους — ὄλονθος edible fruit of the wild fig masc acc pl ὄλυνθος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλόνθων — ὄλονθος edible fruit of the wild fig masc gen pl ὄλυνθος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλονθοι — ὄλονθος edible fruit of the wild fig masc nom/voc pl ὄλυνθος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλονθον — ὄλονθος edible fruit of the wild fig masc acc sg ὄλυνθος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… …   Dictionary of Greek

  • μηλολόνθη — (melolontha melolontha). Έντομο της οικογένειας των Σκαραβαιιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Έχει μήκος 3 περίπου εκ., χρώμα κοκκινωπό καστανό στα ανώτερα μέρη και μαυριδερό στα κατώτερα· στα πλευρά κάθε κοιλιακού τμήματος υπάρχει μια τριγωνική,… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”