- ἄ-λοβος
ἄ-λοβος, von den Lebern der Opferthiere, die einen der Leberlappen, λοβός, nicht haben u. dah. eine ungünstige Vorbedeutung gaben, Xen. Hell. 3, 4, 15; Plut. Ages. 9 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-λοβος, von den Lebern der Opferthiere, die einen der Leberlappen, λοβός, nicht haben u. dah. eine ungünstige Vorbedeutung gaben, Xen. Hell. 3, 4, 15; Plut. Ages. 9 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοβός — lobe of the ear masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβός — Σαφώς οροθετημένη υποδιαίρεση ενός οργάνου, για παράδειγμα, του εγκεφάλου, του ήπατος, των πνευμόνων, του θυρεοειδούς, της υπόφυσης κλπ. Τα όρια είναι συνήθως ανατομικές δομές, όπως διαφράγματα, αύλακες ή σχισμές. Επίσης, έτσι ονομάζεται η… … Dictionary of Greek
λοβός — ο 1. το κάτω τμήμα του αυτιού. 2. τμήμα οργάνου του ανθρώπινου σώματος που χωρίζεται με βαθύ αυλάκι: Λοβοί των πνευμόνων. – Λοβοί του εγκεφάλου. 3. (βοτ.), σποροθήκη των καρπών (οσπρίων). 4. (αρχιτ.), κάθε μικρό τόξο αψίδας βυζαντινού ή γοτθικού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοβοῖς — λοβός lobe of the ear masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβοῖσι — λοβός lobe of the ear masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβοῖσιν — λοβός lobe of the ear masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβοί — λοβός lobe of the ear masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβοῦ — λοβός lobe of the ear masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβούς — λοβός lobe of the ear masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβῶν — λοβός lobe of the ear masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβῷ — λοβός lobe of the ear masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)