- ὄλ-οσχος
ὄλ-οσχος, ὁ, 1) lederner Beutel, Schlauch. – 2) = κύτινος, Nic. Ther. 870, ὀλόσχους αὐχενίους σίδης, Schol. ῥοιῶν τραχήλους.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄλ-οσχος, ὁ, 1) lederner Beutel, Schlauch. – 2) = κύτινος, Nic. Ther. 870, ὀλόσχους αὐχενίους σίδης, Schol. ῥοιῶν τραχήλους.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄσχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όσχος — ο (Α ὄσχος και ὦσχος) νεοελλ. αρχιτεκτονική, γλυπτική ή ζωγραφική ελικοειδής απεικόνιση κλαδιού αμπελιού που καταλήγει σε φύλλα και σταφύλια, για διακόσμηση εικονοστασίων, εσωτερικού οικιών, δαπέδων κ.ά. χώρων αρχ. νεαρό κλήμα αμπέλου με τα… … Dictionary of Greek
ὄσχοι — ὄσχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄσχον — ὄσχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ο- — (I) ὀ (Α) αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. τού αθροιστικού ἁ (πρβλ. ἁ θρόος, ἄ παξ βλ. λ. ἀ [ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα… … Dictionary of Greek
οσχοβόρος — ὀσχοβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει τους νεαρούς βλαστούς, που καταστρέφει τα νέα κλωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχος «κλαδί αμπελιού» + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] … Dictionary of Greek
οσχοφόροι — ὀσχοφόροι και ὠσχοφόροι, οἱ (Α) οι νεαροί που μετείχαν στα οσχοφόρια και κρατούσαν τους όσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχος «κλήμα αμπέλου» + φόρος*] … Dictionary of Greek
ώσχος — ὁ, Α βλ. όσχος … Dictionary of Greek
ὦσχοι — ὄσχοι , ὄσχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ozgho- — ozgho English meaning: bud, sprout, branch Deutsche Übersetzung: “Knospe, Pflanzentrieb, Zweig”?? Material: Pehl. azg “bough”, Pers. azaɣ “twig, branch, bud”: Gk. ὄσχος, ὄσχη, ὤσχη “twig, branch, sprout”; die Gk. words possibly… … Proto-Indo-European etymological dictionary