- ἄ-ληστος
ἄ-ληστος, 1) unermeßlich, Philo. – 2) nicht vergessend, ἀφεμένων Aesch. Ag. 402, Conj. Herm., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-ληστος, 1) unermeßlich, Philo. – 2) nicht vergessend, ἀφεμένων Aesch. Ag. 402, Conj. Herm., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευεπίληστος — εὐεπίληστος, ον (Μ) αυτός που ξεχνάει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί ληστος (< επιλήθομαι, παραλλ. τ. τού επι λανθάνομαι)] … Dictionary of Greek