ἄ-θηρος

ἄ-θηρος

ἄ-θηρος, 1) ohne Wild, Her. 4, 185; Plut. τὸ ἄϑηρον, = ἀϑηρία, sol. an. 32. – 2) ohne Jagdbeute, ἡμέρα Aesch. bei B. A. 351.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηρός — θήρ beast of prey masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῆρος — θηρίον wild animal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 …   Dictionary of Greek

  • λεξίθηρος — λεξίθηρος, ον (Α) αυτός που αποδίδει εξαιρετική σπουδαιότητα στις λέξεις και όχι στα νοήματα τού λόγου του. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού λεξιθήρας, με επίδραση τών συνθέτων που έχουν β συνθετικό θηρος (πρβλ. πολύ θηρος, φιλό… …   Dictionary of Greek

  • μιξόθηρος — μιξόθηρος, ον, αρσ. και μιξόθηρ, ηρος (Α) αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ θηρίο και κατά το άλλο άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θηρος (< θήρ, θηρός), πρβλ. φιλό θηρος] …   Dictionary of Greek

  • μισόθηρος — μισόθηρος, ον (Α) 1. αυτός που απεχθάνεται τη θήρα, το κυνήγι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόθηρον η απέχθεια προς το κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + θηρος (< θήρ «άγριο θηρίο»), πρβλ. μιξό θηρος, φιλό θηρος] …   Dictionary of Greek

  • πολύθηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα 2. (συν. ως προσωνυμία τής Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.) 3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θηρος (< …   Dictionary of Greek

  • σύνθηρος — ον, Α 1. αυτός που κυνηγά μαζί με κάποιον άλλο, ο συνθηρευτής* (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», Ξεν. β. «σύνθηροι κύνες», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

  • τετράθηρος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερα ζώα («τετράθηρον ἅρμα τῶν εὐαγγελίων» οι τέσσερεις ευαγγελιστές, Ιωάνν. Χρυσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + θηρος (< θήρ, θηρός «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. πολύ θηρος] …   Dictionary of Greek

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • μυόθηρος — μυόθηρος, ὁ (Α) το ποώδες φυτό ασπάραγος ο πετραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + θηρός (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. μισό θηρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”