- ἄ-λοπος
ἄ-λοπος ἀμοργίς, ungehechelter Flachs, Ar. Lys. 736.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-λοπος ἀμοργίς, ungehechelter Flachs, Ar. Lys. 736.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοπός — ή λόπος, ὁ (Α) [λέπω] 1. φλοιός, φλούδα («κρομύοιο λοπόν», Ομ. Οδ.) 2. το ξεφλούδισμα τού δέρματος μετά από ασθένεια 3. φρ. «λοπὸς δέρματος» το εξωτερικό μέρος τεμαχίου δέρματος … Dictionary of Greek
λόπος — peel masc nom sg λοπός peel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπός — peel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόποι — λόπος peel masc nom/voc pl λοπός peel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόποις — λόπος peel masc dat pl λοπός peel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοποί — λοπός peel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπούς — λοπός peel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπόν — λοπός peel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπω — (Α) 1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.) 2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα 3. τρώγω, κατατρώγω 4. παθ. λέπομαι α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος» β) … Dictionary of Greek
μονόλοπος — μονόλοπος, ον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο περικάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + λοπός «φλούδα» (πρβλ. χρυσό λοπος)] … Dictionary of Greek
πολύλοπος — ον, Α (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς λοπούς, πολλές φλούδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λοπός «φλούδα» (πρβλ. μονό λοπος)] … Dictionary of Greek