ἄ-θικτος

ἄ-θικτος

ἄ-θικτος, dasselbe, νόσοις Aesch. Suppl. 556; ἡ παρϑένος Araros B. A. 82, u. so, jungfräulich, ἅμματα παρϑενίης Ant. S. 85 (VII, 164); nicht zu berühren, heilig, Aesch. Ag. 362; χῶρος Soph. O. C. 39; τῶν ἀϑίκτων ἕξεται O. R. 891; γᾶς ὄμφαλον 897. Mit dem gen., wo es auch act., nicht berührend, fein kann, κερδῶν, d. i. nicht zu bestechen, Aesch. Eum. 674; ἡγητῆρος, d. i. ohne Führer, Soph. O. C. 1517; Eur. Hippol. 1006. Oft bei Plut., κακίας Num. 20; δωροδοκίας Cic. 10; aber auch dat., Pomp. 23; ὑπὸ τοῦ πυρός Pyrrh. 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύθικτος — η, ο (ΑΜ εὔθικτος, ον) νεοελλ. αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη συμπεριφορά τών άλλων μσν. εύκολα αντιληπτός αρχ. 1. ο εύστοχος, ο επιτυχής («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.) 2. ο ευφυής, ο έξυπνος …   Dictionary of Greek

  • άθικτος — και χτος, η, ο (Α ἄθικτος, ον) παθητ. 1. αυτός που δεν τόν άγγιξαν, ανέπαφος, ανέγγιχτος και συνεκδ. ακέραιος 2. ανεπηρέαστος, απρόβλητος 3. (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνή νεοελλ. 1. αμεταχείριστος, καινούργιος 2. (με ηθική σημ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”