- ἄ-λεκτρος
ἄ-λεκτρος, ohne Bett, d. i. unvermählt, Soph. Ant. 908; adverb., El. 950 ἄλεκτρα γηράσκειν; El. 482 ἄλεκτρα γάμων ἁμιλλήματα, unselige Begier nach der Heirath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-λεκτρος, ohne Bett, d. i. unvermählt, Soph. Ant. 908; adverb., El. 950 ἄλεκτρα γηράσκειν; El. 482 ἄλεκτρα γάμων ἁμιλλήματα, unselige Begier nach der Heirath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινόλεκτρος — κοινόλεκτρος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κοινή κλίνη με κάποιον, ο σύντροφος τού κρεβατιού, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + λεκτρος (< λέκτρον), πρβλ. αινό λεκτρος, ομό λεκτρος] … Dictionary of Greek
μακρόλεκτρος — μακρόλεκτρος, ον (Μ) αυτός που παραμένει ή αυτός που συμβαίνει για πολύ χρόνο στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + λεκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. αινό λεκτρος, κοινό λεκτρος] … Dictionary of Greek
νεόλεκτρος — νεόλεκτρος, ον (Α) νεόγαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λεκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. αινό λεκτρος, ομό λεκτρος] … Dictionary of Greek
μισόλεκτρος — μισόλεκτρος, ον (Α) αυτός που μισεί, που απεχθάνεται τη συζυγική κλίνη, που αποστρέφεται τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + λέκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. φυγό λεκτρος] … Dictionary of Greek
ομόλεκτρος — ὁμόλεκτρος, ον (Α) 1. αυτός που κοιμάται ή κοιμήθηκε στο ίδιο κρεβάτι με έναν άλλο 2. (το αρσ. και θηλ. ως επίθ. και ως ουσ.) σύζυγος («ὁμόλεκτρος γυνή», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + λεκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. αινό λεκτρος] … Dictionary of Greek
σύλλεκτρος — ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑ σύνευνος, σύζυγος αρχ. φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος» α) προσωνυμία τού Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι τής Αλκμήνης και τού Διός β) προσωνυμία τού Ιξίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεκτρος (<… … Dictionary of Greek
φιλόλεκτρος — ον, Α αυτός που τού αρέσει το γαμήλιο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λεκτρος (< λεκτρον «κλίνη, γαμήλιο κρεβάτι»), πρβλ. μισό λεκτρος] … Dictionary of Greek
φυγόλεκτρος — ον, Α φυγοδέμνιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. Β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + λεκτρος (< λέκτρον «συζυγικό κρεβάτι, γάμος»), πρβλ. μισό λεκτρος] … Dictionary of Greek
πεντάλεκτρος — ον, Α αυτός που έχει παντρευτεί πέντε φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + λέκτρον «κρεβάτι, συζυγικό κρεβάτι, γάμος» (πρβλ. κοινό λεκτρος)] … Dictionary of Greek