- ἄησις
ἄησις, ἡ, das Wehen, Eur. Rhes. 417.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄησις, ἡ, das Wehen, Eur. Rhes. 417.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άησις — ἄησις ( εως), η (Α) [ἄημι] πνοή, φύσημα … Dictionary of Greek
ἄησις — blowing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
ἀήσεως — ἀήσεω̆ς , ἄησις blowing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄησι — ἄημι va´ti pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἄησις blowing fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄησιν — ἄημι va´ti pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἄησις blowing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)