- ἄλσωμα
ἄλσωμα, τό, Hain, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄλσωμα, τό, Hain, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλσωμα — ἄλσωμα, το (Α) [ἄλσος] άλσος, δάσωμα … Dictionary of Greek
άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… … Dictionary of Greek