ἄνθινος — of masc nom sg ἀνθινός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθινος — η, ο (Α ἄνθινος, η, ον και ἀνθινός, ή, όν) αυτός που προέρχεται ή αποτελείται από άνθη αρχ. 1. αυτός που έχει άνθη ή μοιάζει με άνθος 2. ανθηρός, δροσερός 3. (για κρασιά και ποτά) αρωματισμένος 4. (για γυναικείο ένδυμα) λουλουδισμένος,… … Dictionary of Greek
άνθινος — η, ο αυτός που αποτελείται από άνθη: Κατατέθηκαν πολλά άνθινα στεφάνια κι ένα δάφνινο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνθίνω — ἄνθινος of masc/neut nom/voc/acc dual ἄνθινος of masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀνθινός masc/neut nom/voc/acc dual ἀνθινός masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθίνων — ἄνθινος of fem gen pl ἄνθινος of masc/neut gen pl ἀνθινός fem gen pl ἀνθινός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθινον — ἄνθινος of masc acc sg ἄνθινος of neut nom/voc/acc sg ἀνθινός masc acc sg ἀνθινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθινά — ἀνθινός neut nom/voc/acc pl ἀνθινά̱ , ἀνθινός fem nom/voc/acc dual ἀνθινά̱ , ἀνθινός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθινῶν — ἀνθινός fem gen pl ἀνθινός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθινόν — ἀνθινός masc acc sg ἀνθινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθίναις — ἄνθινος of fem dat pl ἀνθινός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθίνη — ἄνθινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀνθινός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)