ἄνθιμος

ἄνθιμος

ἄνθιμος, blumig, Orph. Lith. 48, 94; E. M.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄνθιμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

  • Γαζής, Άνθιμος — (Μηλιές Πηλίου 1758; – Σύρος 1828). Διδάσκαλος του Γένους και Φιλικός. Μετά τις σπουδές του στη γενέτειρά του και στην Κωνσταντινούπολη, εγκαταστάθηκε το 1796 στη Βιέννη ως εφημέριος του ναού της ελληνικής παροικίας της πόλης. Η δράση του όμως… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξούδης, Άνθιμος — (1824 – 1909). Κληρικός και λόγιος. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στη Μάδυτο. Το 1848 πήγε στην Κωνσταντινούπολη και μαθήτευσε για λίγο στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Αργότερα, έγινε γραμματέας του επισκόπου Εφέσου Άνθιμου. Το 1855 χειροτονήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Αργυρόπουλος, Άνθιμος — (Ιωάννινα 1768 – Ζάκυνθος 1847).Μοναχός και φιλικός. Όταν ο Αλή πασάς κατέλαβε το Σούλι, ο Α. φιλοξένησε στο μοναστήρι της Θεοτόκου, στα Θεοδωριανά, όπου ήταν μοναχός, τον Γιώργη Μπότσαρη μαζί με τα παιδιά του. O Αλή πασάς εξοργίστηκε και τον… …   Dictionary of Greek

  • Διακρούσης, Άνθιμος — (17ος αι.). Λόγιος και κληρικός. Είναι γνωστός και με το προσωνύμιο Ακάκιος. Καταγόταν από την Κεφαλονιά, αλλά έζησε έως το 1645 στην Κυδωνία, έπειτα στην Κρήτη και, τελικά, εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Εκεί επιμελήθηκε την ανατύπωση έργων του… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδόπουλος, Άνθιμος — (1878 – 1962). Έλληνας φιλόλογος και κληρικός από την Αργυρούπολη του Πόντου. Αφού πέρασε στον μοναχικό βίο (1897) και χειροτονήθηκε διάκονος, σπούδασε στη Ροδοκανάκειο Ιερατική Σχολή της Καισαρείας και αργότερα στη Φίλοσοφική και Θεολογική Σχολή …   Dictionary of Greek

  • Ἀνθίμω — Ἀνθίμος masc nom/voc/acc dual Ἀνθίμος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθίμω — ἄνθιμος masc/neut nom/voc/acc dual ἄνθιμος masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθιμον — ἄνθιμος masc acc sg ἄνθιμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθίμου — Ἀνθίμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”