- ἄν-οικτος
ἄν-οικτος, erbarmungslos, unbarmherzig, Ar. Th. 1022; Eur. Troad. 782. – Adv., Soph. O. R. 180.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄν-οικτος, erbarmungslos, unbarmherzig, Ar. Th. 1022; Eur. Troad. 782. – Adv., Soph. O. R. 180.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικτός — οἰκτός, ή, όν (Α) [οίγω] ανοιχτός … Dictionary of Greek
οἶκτος — pity masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκτος — ο (ΑΜ οἶκτος) αίσθημα λύπης για την κατάσταση κάποιου, ευσπλαγχνία, συμπάθεια («δι οὶκτου χεῑρά θ ἱκεσίαν ἔχω», Ευρ.) νεοελλ. περιφρόνηση, αποτροπιασμός αρχ. 1. θρήνος, οδυρμός («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», Αισχύλ.) 2. αντικείμενο οίκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η… … Dictionary of Greek
οίκτος — ο 1. συμπάθεια, λύπη, ευσπλαχνία για κάποιον: Είναι άξιος για οίκτο. 2. περιφρόνηση: Η αθλιότητά του προκαλεί οίκτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἶκτοι — οἶκτος pity masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶκτον — οἶκτος pity masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοικτος — κάτοικτος, ον (Α) άξιος οίκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικτος (< οἶκτος), πρβλ. δύσ οικτος, έπ οικτος] … Dictionary of Greek
έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… … Dictionary of Greek
μεγάοικτος — μεγάοικτος, ον (Μ) πολύ εύσπλαχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + οἶκτος (πρβλ. φίλ οικτος)] … Dictionary of Greek
νέοικτος — νέοικτος, ον (Α) ο πρόσφατος θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + οἶκτος «θρήνος, οδυρμός» (πρβλ. φίλ οικτος)] … Dictionary of Greek
οικτοσύνη — οἰκτοσύνη, ἡ (Α) [οίκτος] οίκτος … Dictionary of Greek