εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
πρωτόνοια — ἡ, Μ η πρώτη σκέψη, ο πρώτος στοχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. υπό νοια] … Dictionary of Greek
πτωχόνοια — ἡ, Μ έλλειψη νού, φτωχό μυαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. μικρό νοια] … Dictionary of Greek
ταυτόνοια — ἡ, Μ ταυτοσημία, ταυτότητα σημασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. ἀγχί νοια] … Dictionary of Greek
парано́йя — и, ж. мед. Хроническое душевное расстройство, характеризующееся устойчивыми бредовыми идеями при сохранении в остальном логичности мышления. Паранойя, как известно, характеризуется тем, что человек, умственно здоровый, считающийся и с логикой и с … Малый академический словарь
βαρύνοια — η η έλλειψη οξύνοιας, η αμβλύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + νοια < νους] … Dictionary of Greek
επίνοια — η (AM ἐπίνοια) 1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.) 2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.) αρχ. 1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
μικρόνοια — η (Μ μικρόνοια) 1. στενοκεφαλιά 2. διανοητική καθυστέρηση ή ανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζεται από ελλιπή κρίση, νωθρότητα σκέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + νοια (< νους)] … Dictionary of Greek
Paranoia — Para|noia [...ne̲u̲a; aus gr. παρανοια = Torheit, Wahnsinn] w; : „Verrücktheit“, Bezeichnung für die aus inneren Ursachen erfolgende, schleichende Entwicklung eines dauernden Systems von Wahnvorstellungen … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke