ἄνθισμα

ἄνθισμα

ἄνθισμα, τό, Farbenschmuck, Schminke, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άνθισμα — το (Α ἄνθισμα) νεοελλ. 1. άνθηση, ανθοφορία 2. αρρώστια του κρασιού αρχ. ρούχο πολύχρωμο και ζωηρό …   Dictionary of Greek

  • άνθισμα — το βλ. άνθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπελάνθισμα — το 1. το άνθισμα, το άνθος τού κλήματος 2. η εποχή τής άνθησης τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + άνθισμα «άνθος» < ανθίζω πρβλ. αρχ. ἀμπελάνθη] …   Dictionary of Greek

  • ανθοφυΐα — η άνθηση, άνθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοφυής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εξάνθηση — Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον… …   Dictionary of Greek

  • πολιάνθη — ἡ, Α μύρο που λαμβανόταν από το φυτό πόλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλιον + ἄνθη «άνθισμα» (< ἀνθῶ), πρβλ. αμπελ άνθη, οιν άνθη] …   Dictionary of Greek

  • προάνθηση — η / προάνθησις, ήσεως, ΝΑ ο πρώτος ανθός, το πρώτο άνθισμα νεοελλ. βοτ. η διάταξη τών τμημάτων τού περιανθίου στον ανώριμο ανθικό οφθαλμό, στο μπουμπούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προανθῶ. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής αποτελεί απόδοση ξεν.… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • άνθηση — άνθηση, η και άνθισμα, το, ατος 1. λουλούδιασμα: Την άνοιξη όλα τα φυτά βρίσκονται σε άνθηση. 2. ακμή: Τη μεγαλύτερη άνθησή τους τα ελληνικά γράμματα την είχαν τον 5ο π.Χ. αιώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουλούδιασμα — το, ατος 1. το άνθισμα: Το λουλούδιασμα της αμυγδαλιάς σηματοδοτεί τον ερχομό της άνοιξης. 2. μτφ., η ακμή: Ήταν μια όμορφη κοπέλα πάνω στο λουλούδιασμά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”