- ἄ-βλαπτος
ἄ-βλαπτος, unschädlich, κινώπετα Nic. Ther. 488.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-βλαπτος, unschädlich, κινώπετα Nic. Ther. 488.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύβλαπτος — εὔβλαπτος, ον (Α) αυτός που βλάπτεται ή μπορεί να υποστεί βλάβη εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλαπτος (< βλάπτω), πρβλ. ά βλαπτος] … Dictionary of Greek