- ἄν-οψος
ἄν-οψος, ohne Zukost, Plut. san. tu. p. 373, neben ἁπλοῠς καὶ ἄκνισσος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄν-οψος, ohne Zukost, Plut. san. tu. p. 373, neben ἁπλοῠς καὶ ἄκνισσος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄψος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όψος — (I) ὄψος, ὁ (κατά το λεξ. Σούδα) «μοχθηρός». (II) ὄψος, εος, τὸ (Α) το όψο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὄψον* κατά τα ουδ. σε ος] … Dictionary of Greek
ὀψέων — ὄψος neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύοψος — εὔοψος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος όψα, ιδίως ψάρια, αυτός που έχει αφθονία ψαριών 2. αυτός που περιέχει ή παράγει πολλά βρώματα, φαγώσιμα («ἡ θάλασσα τῆς γῆς εὐοψοτέρα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οψος (< όψον «τροφή, ψάρι»), πρβλ. άν … Dictionary of Greek
ὄψει — ὁράω Inscr. destombeaux des rois fut ind mid 2nd sg ὄψις aspect fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὄψεϊ , ὄψις aspect fem dat sg (epic) ὄψις aspect fem dat sg (attic ionic) ὄψος neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὄψεϊ , ὄψος neut dat sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύοψος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλά βραστά φαγητά («πολύοψόν τι καὶ ποικίλον δεῑπνον», Λουκιαν.) 2. (για λίμνη) αυτή που έχει πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οψος (< ὄψον «ψάρι, πολυτελές έδεσμα»), πρβλ. εύ οψος] … Dictionary of Greek
φίλοψος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα νόστιμα φαγητά και, ιδίως, τα ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄψον «έδεσμα, τροφή» (πρβλ. εὔ οψος, πολύ οψος)] … Dictionary of Greek
ὄψη — ὄψις aspect fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὄψος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὄψος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαψός — ή, ό (Μ μελαμψός, όν) 1. βαθιά, έντονα μελαχρινός 2. σκοτεινός, σκούρος, σκοτεινόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελαμψός < *μελαν οψός (με συλλαβική ανομοίωση και τροπή τού έρρινου ν σε χειλ. προ τού ψ) < μέλας, ανος + ὄψις] … Dictionary of Greek
υαλοψός — και ὑελεψός, ὁ, ΜΑ, και ὑελοψός και ὑελλοψός και ὑελοεψός Α τεχνίτης που παρασκευάζει την ύαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + οψός / εψός (< ἕψω «βράζω, ψήνω»)] … Dictionary of Greek
φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για … Dictionary of Greek