ἄ-δηκτος

ἄ-δηκτος

ἄ-δηκτος, nicht gebissen, ὕλη ἀδηκτοτάτη Hes. O. 418, am wenigsten von Würmern angefressen; übertr., οὐδὲ τοῠτο ἄδηκτον παρῆκε Plut. Her. malign. 30, ungeschmäht; ψυχή, ungekränkt, M. Anton. 11, 18. – Adv., ἀδήκτως ἀπελϑεῖν Plut. Pomp. 2; – act., nicht beißend, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εχίδηκτος — ἐχίδηκτος, ον (Μ) αυτός που έχει δαγκωθεί από οχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχις «οχιά» + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριό δηκτος, κυνό δηκτος, οφιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • εχιόδηκτος — ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνό δηκτος, οφιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • θηριόδηκτος — θηριόδηκτος, ον (Α) αυτός που έχει δεχθεί δόγκωμα άγριου ζώου, ιδίως φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιό δηκτος, κυνό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • θηρόδηκτος — θηρόδηκτος, ον (Α) αυτός που τόν έχει δαγκώσει φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. ανθρωπό δηκτος, εχιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • καρδιόδηκτος — καρδιόδηκτος, ον (Α) αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί λύπη, στενοχώρια στην καρδιά («κράτος καρδιόδηκτον» δύναμη που πληγώνει την καρδιά, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριό δηκτος, κυνό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • κροκοδιλόδηκτος — κροκοδιλόδηκτος, ον (Α) αυτός τον οποίο έχει δαγκώσει κροκόδειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηρό δηκτος, οφιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • κυνόδηκτος — η, ο (AM κυνόδηκτος, ον) δαγκωμένος από σκύλο αρχ. αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού («ἡ δὲ θεραπεία ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηριό δηκτος, καρδιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • λυσσόδηκτος — η, ο (AM λυσσόδηκτος, ον) αυτός που τόν δάγκωσε λυσσασμένο ζώο ή λυσσασμένος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • οφιόδηκτος — η, ο (ΑΜ ὀφιόδηκτος, ον Μ και οφεόδηκτος και, κατά δ. γρφ., οφεώδηκτος, ον) αυτός που δαγκώθηκε από φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος / εος / εως + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • σκορπιόδηκτος — ον, ΜΑ αυτός που τόν δάγκωσε το έντομο σκορπιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. οφιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγιόδηκτος — ον, ΜΑ αυτός που τόν έχει δαγκώσει φαλάγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”