εχίδηκτος — ἐχίδηκτος, ον (Μ) αυτός που έχει δαγκωθεί από οχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχις «οχιά» + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριό δηκτος, κυνό δηκτος, οφιό δηκτος] … Dictionary of Greek
εχιόδηκτος — ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνό δηκτος, οφιό δηκτος] … Dictionary of Greek
θηριόδηκτος — θηριόδηκτος, ον (Α) αυτός που έχει δεχθεί δόγκωμα άγριου ζώου, ιδίως φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιό δηκτος, κυνό δηκτος] … Dictionary of Greek
θηρόδηκτος — θηρόδηκτος, ον (Α) αυτός που τόν έχει δαγκώσει φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. ανθρωπό δηκτος, εχιό δηκτος] … Dictionary of Greek
καρδιόδηκτος — καρδιόδηκτος, ον (Α) αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί λύπη, στενοχώρια στην καρδιά («κράτος καρδιόδηκτον» δύναμη που πληγώνει την καρδιά, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριό δηκτος, κυνό δηκτος] … Dictionary of Greek
κροκοδιλόδηκτος — κροκοδιλόδηκτος, ον (Α) αυτός τον οποίο έχει δαγκώσει κροκόδειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηρό δηκτος, οφιό δηκτος] … Dictionary of Greek
κυνόδηκτος — η, ο (AM κυνόδηκτος, ον) δαγκωμένος από σκύλο αρχ. αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού («ἡ δὲ θεραπεία ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηριό δηκτος, καρδιό δηκτος] … Dictionary of Greek
λυσσόδηκτος — η, ο (AM λυσσόδηκτος, ον) αυτός που τόν δάγκωσε λυσσασμένο ζώο ή λυσσασμένος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιό δηκτος] … Dictionary of Greek
οφιόδηκτος — η, ο (ΑΜ ὀφιόδηκτος, ον Μ και οφεόδηκτος και, κατά δ. γρφ., οφεώδηκτος, ον) αυτός που δαγκώθηκε από φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος / εος / εως + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό δηκτος] … Dictionary of Greek
σκορπιόδηκτος — ον, ΜΑ αυτός που τόν δάγκωσε το έντομο σκορπιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. οφιό δηκτος] … Dictionary of Greek
φαλαγγιόδηκτος — ον, ΜΑ αυτός που τόν έχει δαγκώσει φαλάγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό δηκτος] … Dictionary of Greek