ἄμβλωσις

ἄμβλωσις

ἄμβλωσις, , 1) Fehlgeburt, Ael. H. A. 1, 35. – 2) das Abstumpfen, όφϑαλμῶν, das Verderben der Augen des Weinstockes, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄμβλωσις — abortion fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλώσει — ἄμβλωσις abortion fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀμβλώσεϊ , ἄμβλωσις abortion fem dat sg (epic) ἄμβλωσις abortion fem dat sg (attic ionic) ἀμβλίσκω cause to miscarry aor subj act 3rd sg (epic) ἀμβλίσκω cause to miscarry fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλώσεις — ἄμβλωσις abortion fem nom/voc pl (attic epic) ἄμβλωσις abortion fem nom/acc pl (attic) ἀμβλίσκω cause to miscarry aor subj act 2nd sg (epic) ἀμβλίσκω cause to miscarry fut ind act 2nd sg ἀ̱μβλώσεις , ἀμβλίσκω cause to miscarry futperf ind act 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλώσεσι — ἄμβλωσις abortion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλώσεσιν — ἄμβλωσις abortion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμβλωσιν — ἄμβλωσις abortion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • αμβλίσκω — ἀμβλίσκω και ἀμβλισκάνω και ἀμβλύσκω και ἀμβλῶ, όω (AM) μσν. γεννώ πρόωρα και αποβάλλω ατελές έμβρυο αρχ. 1. αποβάλλω εκούσια το έμβρυο, τό σκοτώνω, προκαλώ έκτρωση 2. παθ. αποτυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής πιθ. με τη λ. μύλη… …   Dictionary of Greek

  • αμβλώσιμος — η, ο (Α ἀμβλώσιμος, ον) νεοελλ. αυτός που υπόκειται σε άμβλωση, που μπορεί να υποστεί άμβλωση αρχ. αυτός που έχει σχέση με άμβλωση ή αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβλωσις + παραγ. κατάλ. ιμος] …   Dictionary of Greek

  • ἀμβλώσεων — ἀμβλώσεω̆ν , ἄμβλωσις abortion fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλώσεως — ἀμβλώσεω̆ς , ἄμβλωσις abortion fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”