- ἄ-δουλος
ἄ-δουλος, ohne Sklaven, δώματα Eur. Andr. 593; βίος Phryn. com. B. A. 344, vgl. 25; so arm, daß man keinen Sklaven halten kann, Plut. neben ἀνέστιος, ἄοικος, de vit. aer. al. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-δουλος, ohne Sklaven, δώματα Eur. Andr. 593; βίος Phryn. com. B. A. 344, vgl. 25; so arm, daß man keinen Sklaven halten kann, Plut. neben ἀνέστιος, ἄοικος, de vit. aer. al. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοῦλος — born bondman masc nom sg δοῦλος born bondman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… … Dictionary of Greek
δούλος — ο 1. άνθρωπος που στερείται την ελευθερία του, σκλάβος: Είναι δούλος της γυναίκας του. 2. υπηρέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δούλω — δοῦλος born bondman masc/neut nom/voc/acc dual δοῦλος born bondman masc/neut gen sg (doric aeolic) δοῦλος born bondman masc nom/voc/acc dual δοῦλος born bondman masc gen sg (doric aeolic) δουλόω enslave pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλότερον — δοῦλος born bondman adverbial comp δοῦλος born bondman masc acc comp sg δοῦλος born bondman neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοῦλον — δοῦλος born bondman masc acc sg δοῦλος born bondman neut nom/voc/acc sg δοῦλος born bondman masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλων — δοῦλος born bondman fem gen pl δοῦλος born bondman masc/neut gen pl δοῦλος born bondman masc gen pl δουλόω enslave imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δουλόω enslave imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλως — δοῦλος born bondman adverbial δοῦλος born bondman masc acc pl (doric) δοῦλος born bondman masc acc pl (doric) δουλόω enslave imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοῦλε — δοῦλος born bondman masc voc sg δοῦλος born bondman masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοῦλοι — δοῦλος born bondman masc nom/voc pl δοῦλος born bondman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλοιν — δοῦλος born bondman masc/neut gen/dat dual δοῦλος born bondman masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)