- ὄνευος
ὄνευος, ὁ, = ὄνος, Zugmaschine, Winde, auch der sie in Bewegung Setzende, Schol. Thuc. 7, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄνευος, ὁ, = ὄνος, Zugmaschine, Winde, auch der sie in Bewegung Setzende, Schol. Thuc. 7, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όνευος — το (Α ὄνευος, ὁ) [ονεύω] νεοελλ. ναυτ. είδος χειροκίνητου ή μηχανοκίνητου οριζόντιου βαρούλκου που χρησιμοποιείται στα μικρά εμπορικά πλοία για την ανάσπαση τής άγκυρας, κν. μανιβέλο ή πόμπα αρχ. είδος μηχανής που χρησιμοποιούνταν για την έλξη… … Dictionary of Greek
ονίσκος — Γένος μικρών χερσαίων καρκινοειδών της οικογένειας των ονκπαδών, που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία γουρουνάκια. Έχουν μήκος περίπου 12 χιλιοστά, σώμα αρθρωτό, καμπύλο προς τα επάνω· ο θώρακας και η κοιλιά είναι εφοδιασμένα αντίστοιχα με επτά … Dictionary of Greek