- περι-οπτέος
περι-οπτέος, adj. verb. zu περιοράω, man muß übersehen, unbeachtet lassen; c. partic., οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Her. 7, 168; mit dem inf., 5, 39 ἡμῖν τοῠτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος γενέσϑαι ἐξίτηλον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.