ἄν-αυρος

ἄν-αυρος

ἄν-αυρος (αὔρα), ohne Luft, windstill, Lyc. 1424.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • Avróra — AVRÓRA, æ, Gr. Ἠὼς, όος, (⇒ Tab. II. & ⇒ VII.) 1 §. Namen. Den lateinischen Namen solcher Göttinn leiten einige vons aureus, golden her, weil die Morgenröthe nichts ist, als die Luft, welches von dem goldfarbenen Feuer der Son ne auch solche… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • πόδαυρος — ὁ, Α δυνατός, γρήγορος στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + αὔρα (πρβλ. ἐν αυρος)] …   Dictionary of Greek

  • -osis — suffix (pl. oses) denoting a process or condition (apotheosis; metamorphosis), esp. a pathological state (acidosis; neurosis; thrombosis). Etymology: L f. Gk osis suffix of verbal nouns * * * a suffix occurring in nouns that denote actions,… …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”