όμβριμος — ὄμβριμος, η, ον (Α) [όμβρος] 1. βρόχινος 2. (εσφ. γρφ.) όβριμος* … Dictionary of Greek
ὄμβριμος — ὄβριμος strong masc/fem nom sg ὄμβριμος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρίμων — ὄβριμος strong masc/fem/neut gen pl ὄμβριμος fem gen pl ὄμβριμος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄμβριμον — ὄβριμος strong masc/fem acc sg ὄβριμος strong neut nom/voc/acc sg ὄμβριμος masc acc sg ὄμβριμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόμβριμος — κατόμβριμος, ον (Α) βροχερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄμβριμος «βροχερός»] … Dictionary of Greek
ομβριμαίος — ὀμβριμαῑος, α, ον (Α) [όμβριμος] βρόχινος … Dictionary of Greek
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek
ὀμβρίμαν — ὀμβρίμᾱν , ὄμβριμος fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρίμου — ὄβριμος strong masc/fem/neut gen sg ὄμβριμος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρίμῳ — ὄβριμος strong masc/fem/neut dat sg ὄμβριμος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄμβριμε — ὄβριμος strong masc/fem voc sg ὄμβριμος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)