- ἄ-δριμυς
ἄ-δριμυς, nicht herbe, angenehm, Luc. Tragop. 343.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-δριμυς, nicht herbe, angenehm, Luc. Tragop. 343.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δριμύς — εία, ύ και δριμός, ή, ό και δριμιός, ιά, ιό (AM δριμύς, εῑα, ύ) 1. οξύς, αψύς, καυστικός στη γεύση ή την όσφρηση («δριμύ ξίδι») 2. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («δριμύς χειμώνας») 3. (για λόγο) α) δηκτικός, πειραχτικός β) δυνατός, έντονος,… … Dictionary of Greek
δριμύς — δρῑμύς , δριμύς piercing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμύς, -εία, -ύ — οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός: Δριμύ ψύχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δριμώνω — [δριμύς] 1. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι δριμύς, τσουχτερός («δρίμωσε ο καιρός») 2. (για πρόσ.) οργίζομαι, θυμώνω 3. μέσ. μαζεύομαι … Dictionary of Greek
δριμυτάτων — δριμύς piercing fem gen pl δριμύς piercing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμυτάτως — δριμύς piercing adverbial δριμύς piercing masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμυτέρων — δριμύς piercing fem gen pl δριμύς piercing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμυτέρως — δριμύς piercing adverbial δριμύς piercing masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμύτατον — δριμύς piercing masc acc sg δριμύς piercing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμύτερον — δριμύς piercing masc acc sg δριμύς piercing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμυτάτη — δριμύς piercing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)