ἄ-κῡμος

ἄ-κῡμος

ἄ-κῡμος, dasselbe, Arist. Probl. 23, 4. Uebertr., βίοτος, ruhig, Eur. Herc. Fur. 686.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεντακυμία — ἡ, Α πέντε κύματα αλλεπάλληλα, δηλ. μεγάλη τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κυμία (< κυμος < κῦμα), λ. πλασμένη κατά το τρι κυμία] …   Dictionary of Greek

  • προκυμαία — η, ΝΜ, και προκυμία Α νεοελλ. παραλία λιμανιού που προστατεύεται από τα κύματα με κρηπίδωμα νεοελλ. αρχ. τεχνικό έργο σε λιμάνια για να τά προστατεύει από τα κύματα και να επιτρέπει το ασφαλές πλεύρισμα τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προκυμία < προ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”