- ἄ-ζῡμος
ἄ-ζῡμος, ungesäuert, ἄρτος Athen. III, 109 b; ἡμέραι τῶν ἀζύμων, das Fest der ungef. Brode, N. T. Uebertr., κρᾶσις Plat. Tim. 74 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-ζῡμος, ungesäuert, ἄρτος Athen. III, 109 b; ἡμέραι τῶν ἀζύμων, das Fest der ungef. Brode, N. T. Uebertr., κρᾶσις Plat. Tim. 74 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάζυμος — κατάζυμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ζυμωθεί, ο ένζυμος 2. καλά ζυμωμένος («ἄρτος κατάζυμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζυμος (< ζύμη), πρβλ. ά ζυμος, έν ζυμος] … Dictionary of Greek
εφταξουσάτος — ἑφταξουσᾱτος, η, ο (Μ) (αντί αυτεξουσάτος) αυτεξούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ εξουσ άτος κατά παρετυμολογία από το εφτά (πρβλ. εφτά ζυμος αυτό ζυμος)] … Dictionary of Greek
εφταξούσιος — ἑφταξούσιος, ο (Μ) αυτεξούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ εξούσιος κατά παρετυμολογία από το εφτά, (πρβλ. εφτά ζυμος < αυτό ζυμος)] … Dictionary of Greek
εύζυμος — εὔζυμος, ον (ΑΜ) ο καλά ζυμωμένος («εὔζυμός τε καὶ καλῶς ὠπτημένος ὁ ἄρτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυμος (< ζύμη), πρβλ. ά ζυμος] … Dictionary of Greek
νεόζυμος — νεόζυμος, ον (Μ) αυτός που ζυμώθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ζυμος (< ζύμη), πρβλ. ά ζυμος] … Dictionary of Greek
ακρόζυμος — ἀκρόζυμος, ον (Α) (άρτος) που έχει λίγη ζύμη ή που έχει ψηθεί προτού ολοκληρωθεί η ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + ζυμος < ζύμη] … Dictionary of Greek
εφτάζυμος — η, ο 1. (για άρτο) αυτός που έχει παρασκευαστεί χωρίς προζύμι αλλά με ειδική ζύμη από ρεβίθια 2. το ουδ. ως ουσ. το εφτάζυμο (ενν. ψωμί) το ψωμί που παρασκευάστηκε με ειδική ζύμη από ρεβίθια αντί με προζύμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτγν. σύνθ. αυτό… … Dictionary of Greek