- περι-νίσσομαι
περι-νίσσομαι, umgehen, herumgehen, von der Zeit, wie περιπέλομαι, Eur. Alc. 451.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-νίσσομαι, umgehen, herumgehen, von der Zeit, wie περιπέλομαι, Eur. Alc. 451.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περινίσσομαι — Α 1. περιέρχομαι, πηγαίνω από χέρι σε χέρι («κυλίκων περινισσομένων», Ορφ.) 2. (για χρόνο) επανέρχομαι κανονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νίσσομαι «έρχομαι, πορεύομαι»] … Dictionary of Greek