ἄ-κλαυτος

ἄ-κλαυτος

ἄ-κλαυτος, Hom. viermal, Iliad. 22, 386 κεῖται πὰρ νήεσσι νέκυς ἄκλαυτος ἄϑαπτος, unbeweint; Od. 11, 54 σῶμα γὰρ κατελείπομεν ἡμεῖς ἄκλαυτον καὶ ἄϑαπτον; 72 μή μ' ἄκλαυτον ἄϑαπτον ἰὼν ὄπιϑεν καταλείπειν; – Od. 4. 494 οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσϑαι, ἐπὴν εὗ πάντα πύϑηαι, nicht weinend, thränenlos; – Soph. Ant. 847 φίλων ἄκλαυτος, von Freunden nicht beweint.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλαυτός — και κλαυστός, ή, ό (Α κλαυστός και κλαυτός, ή, όν) [κλαίω] άξιος για κλάματα, αξιοθρήνητος νεοελλ. 1. αυτός που κλαίει, κλαμένος 2. αυτός που τόν έκλαψαν, τόν μοιρολόγησαν. επίρρ... κλαυτά με κλάματα, κλαψιάρικα, παραπονιάρικα …   Dictionary of Greek

  • κλαυτός — ή, ό επίρρ. ά αξιοθρήνητος, κλαμένος: Έφυγε κλαυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονόκλαυτος — μονόκλαυτος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που τόν κλαίει μόνο ένας 2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κλαυτός (< κλαίω),… …   Dictionary of Greek

  • πολύκλαυστος — και πολύκλαυτος, η, ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, ον, ΝΜΑ 1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος αρχ. 1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.) 2. φρ. α) «πολύκλαυστα… …   Dictionary of Greek

  • φιλόκλαυτος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να κλαίει, που κλαίει συχνά, κλαψιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κλαυτός < κλαίω), πρβλ. πάγ κλαυτος] …   Dictionary of Greek

  • κλαυστός — ή, ό (Α κλαυστός, ή, όν) βλ. κλαυτός …   Dictionary of Greek

  • νυμφόκλαυτος — νυμφόκλαυτος, ον (Α) φρ. «νυμφόκλαυτος Ἐρινύς» νύφη που θρηνεί με σκοπό να εκδικηθεί (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κλαίω (πρβλ. φιλό κλαυτος)] …   Dictionary of Greek

  • ԼԱԼԱԳԻՆ — ( ) NBH 1 0877 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 12c ա. κλαυτός flebilis δακρώδης lacrymosus. Ու իցէ լալ սաստիկ. արտասուագին. ողբագին. *Լալագին պաղատանօք աղաչեաց. ՃՃ. *Ի լուսանալ լալագին առաւոտին. Լաստ. ՟Ժ՟Զ: մ. մ. Ուժգին լալով,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • klau- —     klau     English meaning: to weep     Deutsche Übersetzung: “weinen”     Note: only Gk. and Alb.     Material: Gk. κλαίω (Ion.), κλάω (Att.) “cry, weep” (*κλαF ι̯ω : κλαύσομαι, ἔκλαυσα, κλαυτός and κλαυστός): Alb. klanj, kanj “cry, weep”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”