ἄ-κλαυστος

ἄ-κλαυστος

ἄ-κλαυστος, 1) unbeweint, Aesch. Eum. 535; Soph. Ant. 29, u. öfter. – 2) nicht weinend, ὄμματα Aesch. Spt. 678; nachgeahmt von Nonn. D. 3, 161; Eur. Alc. 175, mit ἀστένακτος verb.; ähnlich Soph. El. 900, ungestraft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλαυστός — ή, ό (Α κλαυστός, ή, όν) βλ. κλαυτός …   Dictionary of Greek

  • κλαυστά — κλαυστός to be bewailed neut nom/voc/acc pl κλαυστά̱ , κλαυστός to be bewailed fem nom/voc/acc dual κλαυστά̱ , κλαυστός to be bewailed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυτόν — κλαυστός to be bewailed masc acc sg κλαυστός to be bewailed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυτός — και κλαυστός, ή, ό (Α κλαυστός και κλαυτός, ή, όν) [κλαίω] άξιος για κλάματα, αξιοθρήνητος νεοελλ. 1. αυτός που κλαίει, κλαμένος 2. αυτός που τόν έκλαψαν, τόν μοιρολόγησαν. επίρρ... κλαυτά με κλάματα, κλαψιάρικα, παραπονιάρικα …   Dictionary of Greek

  • μυριόκλαυστος — μυριόκλαυστος, ον (Α) αυτός που έχει θρηνηθεί ατελείωτα, επί πολύ χρόνο, πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κλαυστος (< κλαίω), πρβλ. πάγ κλαυστος] …   Dictionary of Greek

  • πολύκλαυστος — και πολύκλαυτος, η, ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, ον, ΝΜΑ 1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος αρχ. 1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.) 2. φρ. α) «πολύκλαυστα… …   Dictionary of Greek

  • αείκλαυστος — η, ο (AM ἀείκλαυτος ον) ο αιώνια θρηνούμενος μσν. νεοελλ. ο άξιος να θρηνείται αιώνια, αλησμόνητος, αξέχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + κλαυστὸς < θ. κλαυσ (πρβλ. ἔκλαυσα) του κλαίω] …   Dictionary of Greek

  • ερίκλαυστος — ἐρίκλαυστος, ον και ἐρίκλαυτος, ον (Α) 1. αυτός που κλαίει πολύ 2. αυτός για τον οποίο κάποιος έχει κλάψει πολύ, ο πολύκλαυτος, ο πολυθρήνητος («ἐρίκλαυστος πόλεμος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κλαυστός (< κλαίω)] …   Dictionary of Greek

  • κλαυστικός — κλαυστικός, ή, όν (Α) [κλαυστός] επιρρεπής στα κλάματα, κλαψιάρης. επίρρ... κλαυστικῶς (Α) φρ. «κλαυστικῶς ἔχω» επιθυμώ να κλάψω …   Dictionary of Greek

  • κλαυτάν — κλαυτά̱ν , κλαυστός to be bewailed fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • klau- —     klau     English meaning: to weep     Deutsche Übersetzung: “weinen”     Note: only Gk. and Alb.     Material: Gk. κλαίω (Ion.), κλάω (Att.) “cry, weep” (*κλαF ι̯ω : κλαύσομαι, ἔκλαυσα, κλαυτός and κλαυστός): Alb. klanj, kanj “cry, weep”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”