- ἄζοι
ἄζοι, οἱ u. αἱ, für ἄοζοι, Diener u. Dienerinnen, Ath. VI, 267 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄζοι, οἱ u. αἱ, für ἄοζοι, Diener u. Dienerinnen, Ath. VI, 267 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄζοι — ἄζος dry masc nom/voc pl ἄζοῑ , ἄζω dry up pres opt act 3rd sg ἀζος a servant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ιδρυτής της φρυγικής πόλης Αζείας, κοντά στην Τροία. Ο Ά. έφερε στους Τρώες το Παλλάδιον, ξύλινο ομοίωμα της Παλλάδας, που είχε την ιδιότητα να προστατεύει την πόλη από τους εχθρούς της. Αργότερα, οι κάτοικοι της πόλης… … Dictionary of Greek
ἀνιάζοι — ἀνῑάζοῑ , ἀνιάζω grieve pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)