- ἄ-κλωστος
ἄ-κλωστος, ungesponnen, στήμονες Plat. com. bei Poll. 7. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-κλωστος, ungesponnen, στήμονες Plat. com. bei Poll. 7. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωστός — ή, ό (AM κλωστός, ή, όν) [κλώθω] αυτός που έχει κλωστεί … Dictionary of Greek
κλωστόν — κλωστός spun masc acc sg κλωστός spun neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωστοῖο — κλωστός spun masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωστοῖς — κλωστός spun masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωστοῖσι — κλωστός spun masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωστούς — κλωστός spun masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωστῆς — κλωστός spun fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωστή — κλωστός spun fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμόκλωστος — θυμόκλωστος, ον (Μ) κλωσμένος με αγάπη, τυλιγμένος με αγάπη, με την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύ κλωστος, λινό κλωστος] … Dictionary of Greek
λινόκλωστος — λινόκλωστος, ον (Α) αυτός που κλώθει λινάρι («λινόκλωστος ἠλακάτη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύ κλωστος, τρί κλωστος] … Dictionary of Greek
μιαρόκλωστος — μιαρόκλωστος, η, ον (Μ) 1. (για τον χρόνο) αυτός που είναι κλωσμένος με δυστυχίες, κακότυχος, ενάντιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μιαρόκλωστον η κακοτυχία, η ατυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + κλωστός (< κλώθω), πρβλ. λινό κλωστος] … Dictionary of Greek