ἄκυλος — acorn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκυλος — Παλαιά ονομασία του κορκού της δρυός της κοκκοφόρου (βελανίδι) και του βαλανόμορφου καρπού της πουρναριάς. Ά. λεγόταν και αρχαίο κόσμημα που είχε το σχήμα βελανιδιού. Κοσμήματα του είδους ήταν συνηθισμένα στην αρχαία Μακεδονία. * * * ο, η (Α… … Dictionary of Greek
ἀκύλοις — ἄκυλος acorn masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκύλοισιν — ἄκυλος acorn masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκύλου — ἄκυλος acorn masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκύλους — ἄκυλος acorn masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκύλων — ἄκυλος acorn masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκυλοι — ἄκυλος acorn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκυλον — ἄκυλος acorn masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Eichel, die — Die Eichel, plur. die n. 1) Die längliche runde Frucht des Eichbaumes, welche vornehmlich zur Mastung der Schweine gebraucht wird. Die Schweine in die Eicheln schlagen, oder treiben. S. Dachseichel und Harzeichel. 2) Figürlich, die Gestalt einer… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
άκολος — (I) ἄκολος, η (Α) πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεσή της με το σανσκρ. aśnāti «τρώγω» δεν βοηθάει καθόλου στην ερμηνεία τού σχηματισμού της επίσης αβέβαιη είναι και η σχέση τής λ. με το ουσ.… … Dictionary of Greek