- ἄ-γυνος
ἄ-γυνος, dasselbe, Ar. bei Poll. 3, 48; D. C. 56, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-γυνος, dasselbe, Ar. bei Poll. 3, 48; D. C. 56, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίγυνος — ἡμίγυνος, ον (Α) ἡμιγύναιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γυνος (< γυνή), πρβλ. ανδρό γυνος, φιλό γυνος] … Dictionary of Greek
κατάγυνος — κατάγυνος, ον (Α) ο καταγύνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γυνος (< γυνή), πρβλ. μισό γυνος, φιλό γυνος] … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
μισόγυνος — μισόγυνος, ον (ΑΜ) μισογύνης (το αρσ. ως κύριο όν.) Μισόγυνος τίτλος θεατρικού έργου τού Ρωμαίου Ατιλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + γυνος (< γυνή), πρβλ. φιλό γυνος] … Dictionary of Greek
φιλόγυνος — ον, Α (δ. γρφ.) φιλογύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γυνος (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. ἀνδρό γυνος] … Dictionary of Greek
ανδρόγυνος — η, ο (AM ἀνδρόγυνος ον) κοινός στους άνδρες και στις γυναίκες («ανδρόγυνα λουτρά») νεοελλ. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο ανδρόγυνος ανδρόγυνης αρχ. (σχετικά με γυναίκες) λεσβιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + γυνος (< γυνή)] … Dictionary of Greek
εννεάγυνος — η, ο βοτ. το άνθος που αποτελείται από εννέα καρπόφυλλα ή στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + γυνος < γυνή] … Dictionary of Greek
εξάγυνος — η, ο (για άνθη) αυτός που έχει έξι υπέρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + γυνος < γυνή (πρβλ. εννεάγυνος)] … Dictionary of Greek
ετερόγυνος — ο 1. αυτός που παρουσιάζει ετερογυνία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ετερόγυνος λεπιδόπτερο έντομο με διαφανή φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterogynous < hetero (πρβλ. ετερο *) gynous (πρβλ. γυνος < γυνή)] … Dictionary of Greek
περίγυνος — η, ο, Ν φρ. «περίγυνο άνθος» βοτ. το άνθος στο οποίο τα σέπαλα, τα πέταλα και οι στήμονες βρίσκονται στην ανθοδόχη στο ίδιο επίπεδο με την ωοθήκη, κατάσταση ενδιάμεση τού επίγυνου και τού υπόγειου άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
πολύγυνος — η, ο, Ν βοτ. φρ. «πολύγυνο άνθος» το άνθος που έχει πολλούς στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polygynous < poly (< πολυ *) + gynous (< γυνος < γυνή)] … Dictionary of Greek