- ἄκτωρ
ἄκτωρ, ορος, ὁ (ἄγω), Führer, Feldherr, Aesch. Pers. 549 Eum. 377. Bei Hesych. auch das Leitseil, ἀγωγεύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄκτωρ, ορος, ὁ (ἄγω), Führer, Feldherr, Aesch. Pers. 549 Eum. 377. Bei Hesych. auch das Leitseil, ἀγωγεύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἄκτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκτωρ — leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άκτωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά της Φωκίδας Δηιόνα και της κόρης του Ξούθου Διομήδη. Ο Ά. απέκτησε τον Μενοίτιο από την Αίγινα, κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Μενοίτιος ήταν ο πατέρας του Πατρόκλου. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, γιος… … Dictionary of Greek
άκτωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά της Φωκίδας Δηιόνα και της κόρης του Ξούθου Διομήδη. Ο Ά. απέκτησε τον Μενοίτιο από την Αίγινα, κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Μενοίτιος ήταν ο πατέρας του Πατρόκλου. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, γιος… … Dictionary of Greek
Ἄκτορα — Ἄκτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκτορα — ἄκτωρ leader masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκτορες — Ἄκτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκτορες — ἄκτωρ leader masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκτορι — Ἄκτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκτορι — ἄκτωρ leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκτορος — Ἄκτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)