- ἄεσα
ἄεσα (vgl. ἄημι, ἀάζω, eigtl. hauchen), ich schlief, ἄεσαν Hom. Od. 3, 490. 15, 188, inf. ἀέσαι 15, 40; mit langem α (augm.) ἄεσα 19, 342 u. ἀέσαμεν 3, 151; ἄσαμεν 16, 367.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄεσα (vgl. ἄημι, ἀάζω, eigtl. hauchen), ich schlief, ἄεσαν Hom. Od. 3, 490. 15, 188, inf. ἀέσαι 15, 40; mit langem α (augm.) ἄεσα 19, 342 u. ἀέσαμεν 3, 151; ἄσαμεν 16, 367.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄεσα — ἄω 1 blow aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέσαι — ἄεσα aor inf act (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… … Dictionary of Greek
άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… … Dictionary of Greek
αέσκω — ἀέσκω (Α) κοιμάμαι, αναπαύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρησιμοποιείται κυρίως στον αόρ. (ἄεσα < *ἄFεσσα;) συνοδευόμενο πάντοτε από τη λ. νύκτα(ς). Ανάγεται πιθανότατα σε ΙΕ ρίζα *(a)we / *(a)wes που σήμαινε αρχικά «μένω, είμαι, περνώ τον καιρό μου,… … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
ἄσαμεν — ἄ̱σαμεν , ἄεσα aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) ἄ̱σαμεν , ἄω 1 blow aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) ἄ̱σαμεν , ἀάω hurt aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
au-2, au̯-es-, au-s- — au 2, au̯ es , au s English meaning: to spend the night, sleep Deutsche Übersetzung: “ũbernachten, schlafen” Material: Arm. aganim ‘spends the night “, vair ag “ living in the country “, aut “ spend the night, night’s rest,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
u̯es-1 (*su̯es-) — u̯es 1 (*su̯es ) English meaning: to stay, live, spend the night Deutsche Übersetzung: “verweilen, wohnen, ũbernachten” Material: O.Ind. vásati (participle secondary uṣita ) “verweilt, dwells, ũbernachtet” (with ü: ‘sleeps… … Proto-Indo-European etymological dictionary