ἄκριος

ἄκριος

ἄκριος (ἄκρος), zur Spitze gehörig, ὑπὲρ ἄκρια ῥινός Opp. C. 2, 552; ἡἀκρία, die Burggöttin, s. ἀκραῖος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄκριος — ἄκρις hill top fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρία — η (Α ἀκρία) το ακρί* αρχ. 1. (ως επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που βρίσκεται στην Ακρόπολη 2. στον πληθ. ἀκρίαι οι βουνοκορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. από το επίθ. ἄκριος < ἄκρος (πρβλ. και ἀκραῑος < ἄκρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”