- ἄ-κρεος
ἄ-κρεος (κρέας), nicht fleischig. Medic. Andere erkl. τὰ ἄκρεα = ἄκραι, die Extremitäten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-κρεος (κρέας), nicht fleischig. Medic. Andere erkl. τὰ ἄκρεα = ἄκραι, die Extremitäten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκρεος — ον / πολύκρεως, ων, ΜΑ αυτός που αποτελείται από πολλά φαγητά με κρέας (α. «πολύκρεος δίαιτα», Αναστ. Σιν. β. «πολύκρεως εὐωχία», Ευσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρεος / κρεως (< κρέας), πρβλ. γλυκύ κρεος, ηδύ κρεως] … Dictionary of Greek
Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… … Dictionary of Greek