- ἄμυγμα
ἄμυγμα, τό (ἀμύσσω), das Zerraufen, χαίτας Soph. Ai. 621; ὀνύχων δάϊ' ἀμύγματα, das Zerreißen mit den Nägeln, Eur. Andr. 826.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄμυγμα, τό (ἀμύσσω), das Zerraufen, χαίτας Soph. Ai. 621; ὀνύχων δάϊ' ἀμύγματα, das Zerreißen mit den Nägeln, Eur. Andr. 826.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άμυγμα — ἄμυγμα, το (Α) [ἀμύσσω] γρατσουνιά, γρατσούνισμα, νύχια, αμυχή … Dictionary of Greek
ἄμυγμα — scratching neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγμοῖς — ἄμυγμα scratching masc dat pl ἀμυγμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύγμασιν — ἄμυγμα scratching neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύγματα — ἄμυγμα scratching neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυγμός — ἀμυγμός, ο (Α) [ἀμύσσω] το άμυγμα … Dictionary of Greek
αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… … Dictionary of Greek