ἄ-νυμφος

ἄ-νυμφος

ἄ-νυμφος (νύμφη), ohne Braut, unvermählt, neben ἄνανδρος Eur. Hipp. 574; vom Manne, Men. bei Strab. VII p. 297; νύμφη ἄνυμφος, unbräutliche Braut, die keine ist, Eur. Hec. 616; γάμων μιαιφόνων ἁμιλλήματα ἄνυμφα Soph. El. 483, frevelhafter Ehe Liebeskämpfe.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νύμφος — νύμφος, ὁ (Α) [νύμφη] 1. συν. στον πληθ. οἱ νύμφοι τάξη νεανίσκων που υπηρετούσαν στην αυλή τού Ιέρωνος, τυράννου τής Σικελίας 2. βαθμός μύησης στα μυστήρια τού Μίθρα …   Dictionary of Greek

  • ζευγόνυμφος — ζευγόνυμφος, ον (Μ) ο συνδεδεμένος με γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. νεό νυμφος, παρά νυμφος] …   Dictionary of Greek

  • θεόνυμφος — θεόνυμφος, ή (AM) (για τη θεοτόκο) η νύμφη τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος, νεό νυμφος] …   Dictionary of Greek

  • κακόνυμφος — κακόνυμφος, ον (Α) 1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακόνυμφος κακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νυμφος (< νύμφη) …   Dictionary of Greek

  • καλόνυμφος — καλόνυμφος, ον (Μ) το θηλ. ως ουσ. η καλόνυμφος καλή, ωραία νύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος, νεό νυμφος] …   Dictionary of Greek

  • κλεψίνυμφος — κλεψίνυμφος, ον (Α) κλεψίγαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος, νεό νυμφος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • λαθρόνυμφος — λαθρόνυμφος, ὁ, ἡ (Α) λαθρόγαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. εύ νυμφος, μελλό νυμφος] …   Dictionary of Greek

  • μελλόνυμφος — η, ο, θηλ. και ος (ΑM μελλόνυμφος, ον, θηλ. και μελλονύμφη) (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα αρχ. (για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω δόμος ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ… …   Dictionary of Greek

  • μητρόνυμφος — μητρόνυμφος, ἡ (ΑΜ) (για την Παρθένο) αυτή που είναι αρραβωνιασμένη και, συγχρόνως, είναι και μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος] …   Dictionary of Greek

  • μισόνυμφος — μισόνυμφος, ον (Α) αυτός που απεχθάνεται τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος] …   Dictionary of Greek

  • μονόνυμφος — μονόνυμφος, ον (Α) (συν. στο θηλ.) αυτή που παντρεύτηκε μόνο μία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ, μελλό νυμφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”