- ὄχμος
ὄχμος, ὁ, haltbarer Ort, Festung, Lycophr. 443.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄχμος, ὁ, haltbarer Ort, Festung, Lycophr. 443.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όχμος — ὄχμος και ὀχμός ὁ (Α) 1. λωρίδα καλλιεργημένου αγρού, όγμος* 2. οχυρός τόπος, πύργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω* (Ι) + κατάλ. μος] … Dictionary of Greek
ὄχμος — fortress masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεοχμός — ὁ, Α συναρμογή («τὸν ῥ ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. *συνοχμός (< συν * + οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ.… … Dictionary of Greek