- ἄφ-ερκτος
ἄφ-ερκτος, ausgeschlossen, μυχοῦ Aesch. Ch. 440.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄφ-ερκτος, ausgeschlossen, μυχοῦ Aesch. Ch. 440.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερκτός — ἑρκτός, ή, όν (Α) αυτός που μπορεί να πραχθεί, να εκτελεσθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεκτός (< ῥέζω «πράττω, κατορθώνω») με μετάθεση τών ρ και ε] … Dictionary of Greek
ἑρκτῶν — ἑρκτός feasible fem gen pl ἑρκτός feasible masc/neut gen pl εἱρκτή an inclosure fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκτή — ἑρκτός feasible fem nom/voc sg (attic epic ionic) εἱρκτή an inclosure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκτήν — ἑρκτός feasible fem acc sg (attic epic ionic) εἱρκτή an inclosure fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
u̯erĝ-2, u̯reĝ- — u̯erĝ 2, u̯reĝ English meaning: to do, work Deutsche Übersetzung: “wirken, tun” Material: Av. varǝz (vǝrǝzyeiti = Goth. waurkeiÞ; s. also Gk. ῥέζω) “wirken, do, make”, participle varšta , varǝza m. “Wirken, Verrichten from,… … Proto-Indo-European etymological dictionary