ἄ-φερτος

ἄ-φερτος

ἄ-φερτος (φέρω), unerträglich, oft bei Aesch. κακόν, νόσος u. ä., Ag. 392 Eum. 141.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φερτός — endurable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτός — ή, ό / φερτός, ή, όν, ΝΑ [φέρω] νεοελλ. 1. αυτός που εισάγεται ή προέρχεται από έξω, από άλλη χώρα («φερτά προϊόντα») 2. αυτός που μεταφέρεται και αποτίθεται από ένα μέρος σε άλλο («φερτές ύλες») αρχ. υποφερτός …   Dictionary of Greek

  • φερτός — ή, ό ο φερμένος από άλλου, απέξω, από άλλη χώρα ή πόλη: Δεν είναι ντόπιος, είναι φερτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φερτή — φερτός endurable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτήν — φερτός endurable fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • άφερτος — η, ο (Α ἄφερτος, ον) αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν φέρει ακόμη 2. αυτός που δεν έχει έλθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φερτός < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • αλλόφερτος — η, ο (μόνο για πράγματα) ο αλλοφερμένος, ξενικός, «αλλόφερτες συνήθειες». [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο + φερτός < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • ξενόφερτος — η, ο αυτός που ήλθε από τα ξένα («ξενόφερτη συνήθεια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + φερτός (< φέρνω)] …   Dictionary of Greek

  • φερτάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) φέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επεκτεταμένος τ. τού ρ. φέρω (πιθ. μέσω τού ρηματ. επιθ. φερτός), πρβλ. ὀνοτάζω: ὀνοτός: ὄνομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”