ἄ-φωνος

ἄ-φωνος

ἄ-φωνος (φωνή), 1) sprachlos, stumm, Pind. P. 9, 101; Aesch. P. 815 u. Folgde; auch in Prosa von Her. 1, 85 an nicht selten. In tabula Heracl. = ohne Testament. – 2) τὰ ἄφωνα, sc. γράμματα, die stummen Buchstaben, Consonanten, Plat. Theaet. 203 b; den φωνήεντα, Vocalen entgeggstzt Crat. 893 d. – Adv. ἀφώνως, stumm, Soph. O. C. 131.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φῶνος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φώνος — ον, ΜΑ [φωνή] αυτός που έχει δυνατή φωνή …   Dictionary of Greek

  • φώνως — φῶνος adverbial φῶνος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φώνοιο — φῶνος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φώνων — φῶνος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ηδύφωνος — ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος. επίρρ... ἡδυφώνως (Μ) με γλυκιά φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό φωνος, λιγό φωνος, ομό φωνος κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • ετερόφωνος — η, ο (Α ἑτερόφωνος, ον) αυτός που έχει διαφορετική φωνή νεοελλ. 1. αυτός που μιλά διαφορετική γλώσσα, ο αλλόγλωσσος, ο ξενόγλωσσος 2. αυτός που πάσχει από ετεροφωνία αρχ. συνεκδ. αυτός που δεν συμφωνεί, ο ασύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φωνος… …   Dictionary of Greek

  • ευρύφωνος — εὐρύφωνος, ον (Μ) αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ά φωνος, εύ φωνος] …   Dictionary of Greek

  • ημίφωνος — η, ο (Α ἡμίφωνος, ον) 1. αυτός που έχει ή αποτελεί μισή φωνή, που εκφωνείται κατά το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο χαμηλόφωνος 2. το ουδ. ως ουσ. το ημίφωνο α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ β) (φωνολ.) φώνημα που διαθέτει και φωνηεντικά και… …   Dictionary of Greek

  • ημερόφωνος — ἡμερόφωνος, ον (Α) (για τον πετεινό) αυτός που αναγγέλλει την άφιξη τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. καλλί φωνος υψηλό φωνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”