φῶνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φώνος — ον, ΜΑ [φωνή] αυτός που έχει δυνατή φωνή … Dictionary of Greek
φώνως — φῶνος adverbial φῶνος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φώνοιο — φῶνος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φώνων — φῶνος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… … Dictionary of Greek
ηδύφωνος — ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος. επίρρ... ἡδυφώνως (Μ) με γλυκιά φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό φωνος, λιγό φωνος, ομό φωνος κ.ά.] … Dictionary of Greek
ετερόφωνος — η, ο (Α ἑτερόφωνος, ον) αυτός που έχει διαφορετική φωνή νεοελλ. 1. αυτός που μιλά διαφορετική γλώσσα, ο αλλόγλωσσος, ο ξενόγλωσσος 2. αυτός που πάσχει από ετεροφωνία αρχ. συνεκδ. αυτός που δεν συμφωνεί, ο ασύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φωνος… … Dictionary of Greek
ευρύφωνος — εὐρύφωνος, ον (Μ) αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ά φωνος, εύ φωνος] … Dictionary of Greek
ημίφωνος — η, ο (Α ἡμίφωνος, ον) 1. αυτός που έχει ή αποτελεί μισή φωνή, που εκφωνείται κατά το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο χαμηλόφωνος 2. το ουδ. ως ουσ. το ημίφωνο α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ β) (φωνολ.) φώνημα που διαθέτει και φωνηεντικά και… … Dictionary of Greek
ημερόφωνος — ἡμερόφωνος, ον (Α) (για τον πετεινό) αυτός που αναγγέλλει την άφιξη τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. καλλί φωνος υψηλό φωνος] … Dictionary of Greek